μέσαυλος

μέσαυλος
μέσαυλος, -ον (ΑM, Α επικ. τ. μέσσαυλος, -ον, αττ. τ. μέταυλος, -ον)
το θηλ. ως ουσ. ἡ μέταυλος
(ενν. θύρα) πόρτα μεταξύ τής αυλής και τού εσωτερικού τμήματος τού σπιτιού η οποία οδηγούσε από την αυλή προς τα δωμάτια τών γυναικών ή πολύ συχνά μέσω αυτής επικοινωνούσαν τα δωμάτια τών ανδρών με τους γυναικωνίτες
αρχ.
(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ μέσαυλος, τὸ μέσαυλον
εσωτερική αυλή που βρισκόταν πίσω ή μέσα στην κυρίως αυλή και όπου κατά τη διάρκεια τής νύχτας έκλειναν τα ζώα για μεγαλύτερη ασφάλεια, περίβολος, μάνδρα («λέοντα βοῶν ἀπὸ μεσσαύλοιο ἐσσεύαντο κύνες», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθετο «εκ συναρπαγής» (λ. που σχηματίστηκε από ολόκληρη φράση) από τη φράση τὸ μέσ(σ)ον αὐλῆς ή ἐν μέσ(σ) αὐλῆς. Ο τ. μέσαυλος σε σύγκριση με τον αττ. τ. μέταυλος (< μετά + αὐλή) είναι σπάνιος και θεωρείται μεταγενέστερος (για τη σχέση ανάμεσα στα συνθετικά μεσο- και μετά-πρβλ. και μεσαίχμιο - μεταίχμιον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μέσαυλος — the inner court masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσσαύλοιο — μέσαυλος the inner court masc gen sg (epic) μέσαυλος the inner court neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέσσαυλον — μέσαυλος the inner court masc acc sg (epic) μέσαυλος the inner court neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσαύλους — μέσαυλος the inner court masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέσσαυλος — μέσαυλος the inner court masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ДОМ —    • Domus.     I. Греческий дом.          Весьма трудно представить устройство греческого дома за неимением остатков древнегреческих жилищ и по причине отрывочности, запутанности и неполноты сохранившегося о нем предания (полнее всех известия,… …   Реальный словарь классических древностей

  • μεσαύλη — μεσαύλη, ἡ (Α) ο μέσαυλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μέσαυλος* με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • μεσαύλιος — α, ο (Α μεσαύλιος, ία, ον) [μέσαυλος] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μεσαύλιο το μεσοθωράκιο αρχ. 1. μέσαυλος* 2. (το αρσ.) ὁ Μεσαύλιος προσωνυμία δούλου στην Οδύσσεια που ονομαζόταν έτσι πιθανώς επειδή είχε τη φροντίδα τού μεσαύλου …   Dictionary of Greek

  • ανδρώνας — ο (Α ἀνδρών, ῶνος) αρχαιολ. 1. το χρησιμοποιούμενο για τη διαμονή και συνεστίαση τών ανδρών διαμέρισμα τού σπιτιού 2. η μέσαυλος νεοελλ. βοτ. το σύνολο τών στημόνων άνθους …   Dictionary of Greek

  • μέσαυλον — μέσαυλον, τὸ (Α) βλ. μέσαυλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”